- Κανόβα, Αντόνιο
- (Antonio Canova, Ποσάνιο, Τρεβίζο 1757 – Βενετία 1821). Ιταλός γλύπτης. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής. Η πρώιμη ιδιοφυΐα του διαμορφώθηκε στη Βενετία, σε ένα περιβάλλον στενά συνδεδεμένο με τις αντιλήψεις του 18ου αι., που υπέθαλπε τη μεγάλη αγάπη του για το χρώμα. Τα νεανικά έργα του Κ. Ορφέας και Ευρυδίκη της Έπαυλης Φαλιέρ στο Άζολο (1773-76), Απόλλων της Ακαδημίας της Βενετίας (1779), Δαίδαλος και Ίκαρος (1777-78) του μουσείου Κορέρ της Βενετίας, με τη συνθετική ελευθερία τους και τη ζωγραφικότητα του πλασμού αντανακλούν αυτή την παιδεία. Στο ίδιο κλίμα ανήκουν και ορισμένες προσωπογραφίες (Ο Ντον Αμιντέι του πατριαρχικού ιεροσπουδαστηρίου της Βενετίας, Ο δόγης Πάολο Ρενιέρ του δημοτικού μουσείου της Πάντοβα) που απομακρύνονται από την κλασική εξιδανίκευση και εμπνέονται από ένα πνεύμα καθαρά νατουραλιστικό. Αυτή η συγκινησιακή αντίδραση του Κ. απέναντι στο φυσικό δεδομένο και η ζωγραφική, βενετσιάνικη ευαισθησία του, συνεχίστηκαν και στα μεταγενέστερα έργα του προφυλάσσοντάς τον συχνά από την ψυχρότητα της κλασικιστικής αντιγραφής. Το 1781 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ρώμη, κέντρο προώθησης των νεοκλασικών θεωριών του Βίνκελμαν, του Μενγκς και του Μιλίτσια. Σε αυτό το –τόσο διαφορετικό από το βενετσιάνικο– περιβάλλον ξεκίνησε μία νέα περίοδος για τον K., αφιερωμένη στη βαθύτερη σπουδή του κλασικού πολιτισμού και στην επίλυση του κεντρικού προβλήματος της τέχνης του: την εξεύρεση μιας προσωπικής και πρωτότυπης εκφραστικής λύσης μέσα στα πλαίσια του νεοκλασικισμού, που θα συμφιλίωνε την ανάγκη αναζήτησης του ιδανικού κάλλους με την έμφυτη κλίση του προς τη φυσικότητα. Από τα πρώτα έργα του στη Ρώμη είναι τα μνημεία του πάπα Κλήμη ΙΔ’ στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων (1784-87) και του πάπα Κλήμη ΙΓ’ στον Άγιο Πέτρο (1787-92). Σε αυτά ο καλλιτέχνης επανέλαβε τον τύπο του ταφικού μνημείου του Μπερνίνι, διαμορφώνοντάς τον όμως σύμφωνα με τις νεοκλασικές αντιλήψεις της συνθετικής τάξης και της απλότητας των σχημάτων.
Παράλληλα, οι μορφές του απέκτησαν αυστηρότερη συγκρότηση· μολονότι οι δύο ποντίφικες διατηρούν ακόμα τον πυκνό πλασμό του μπαρόκ, το άγαλμα της Εγκράτειας (στο μνημείο του Κλήμη ΙΔ’) και το Πνεύμα του θανάτου (στο μνημείο του Κλήμη ΙΓ’), με την πραξιτέλεια γλυκύτητα του πλασμού τους, αποτελούν ήδη εντελώς νέες εκφράσεις της νεοκλασικής ποιητικής του Κ. Όμως, το ώριμο νεοκλασικό ύφος του καλλιτέχνη εκδηλώθηκε σε άλλα έργα της ίδιας εποχής: στον Έρωτα και Ψυχή του Λούβρου (1787-93) και στην Ήβη του Βερολίνου (1796-98). Με αυτά και άλλα πολυάριθμα γλυπτά, η φήμη του Κ. καθιερώθηκε και η προσωπικότητά του κυριάρχησε στους διεθνείς καλλιτεχνικούς κύκλους. Ποντίφικες, αυτοκράτορες, πρίγκιπες επεδίωκαν να αποκτήσουν έργα του και ο ίδιος ο Ναπολέων τον προσκάλεσε στο Παρίσι το 1802. Τότε έπλασε μια ολοζώντανη προτομή του πρώτου ύπατου και αργότερα, όταν o Ναπολέων έγινε αυτοκράτορας, τον εξιδανίκευσε και τον ηρωοποίησε σε έναν κολοσσιαίο, γυμνό, μαρμάρινο ανδριάντα. Πιο πετυχημένα από την ευπρεπή –αλλά συχνά ψυχρά μνημειακή και επίσημη– γλυπτική του είναι ορισμένα μυθολογικά θέματά του και ακόμα περισσότερο οι απεικονίσεις της γυναικείας χάρης, που εξωτερικεύουν την αληθινή και υψηλή ποίηση της ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη. Έτσι, το περίφημο άγαλμα της Παολίνα Μποργκέζε που απεικονίζεται ως Αφροδίτη νικήτρια (1808, μουσείο Μποργκέζε), στο οποίο το κλασικό ιδεώδες συνδυάζεται με τη ζωντανή φυσικότητα των τόνων και τη μουσική κομψότητα των ρυθμών, αποτελεί το αριστούργημα του καλλιτέχνη και το τελειότερο επίτευγμα της τέχνης του. Στο λαμπρό αυτό μαρμάρινο έργο υλοποιείται το νεοκλασικό ιδεώδες του ιδανικού κάλλους και εξισορροπούν απόλυτα το πραγματικό και το ιδανικό, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το φυσικό και το τεχνητό. To ίδιο ιδανικό απέδιδε o Κ. στον Φειδία όταν, γράφοντας για τα γλυπτά του Παρθενώνα, ανέφερε ότι «είναι πραγματική σάρκα, δηλαδή ωραία φύση».
Άλλα κορυφαία έργα του Κ. είναι η Αφροδίτη της Πινακοθήκης Πίτι (1812), η Προτομή της Μαριάνα Άντζελι Πάσκολι (1818-19) και το σύμπλεγμα των Τριών Χαρίτων, που βρίσκεται σήμερα στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης (Ρωσία). Στα έργα αυτά πρέπει να προστεθούν τα πολυάριθμα σχέδια και τα σκαριφήματα της Γυψοθήκης του Ποσάνιο, στα οποία ο καλλιτέχνης αποτύπωνε με ταχύτητα τις επινοήσεις του. Ο Κ. ζωγράφισε ακόμη μερικούς πίνακες και συνέλαβε το νεοκλασικό αρχιτεκτονικό σχέδιο του ναού του Ποσάνιο. Στην εποχή του αποκλήθηκε «νέος Φειδίας» και επέδρασε ευρύτατα –αν και συχνά αρνητικά– στο σύνολο της σύγχρονής του γλυπτικής, που γενικά απονεκρώθηκε μέσα στον νεοκλασικό μανιερισμό.
Ο Αντόνιο Κανόβα έδωσε μία πρωτότυπη λύση στα προβλήματα του νεοκλασικισμού, που κυριαρχεί στα έργα της ωριμότητάς του? στη φωτογραφία, προσωπογραφία του γλύπτη, έργο του Φρανσουά-Ξαβιέ Φαμπρ.
Το σύμπλεγμα των «Τριών Χαρίτων», έργο του Ιταλού γλύπτη Αντόνιο Κανόβα (Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη).
«Η Ελένη της Τροίας» του Αντόνιο Κανόβα, που θεωρείται ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής (ιδιωτική συλλογή, Λονδίνο).
Dictionary of Greek. 2013.